- ὑπεκτήκει
- ὑπό-ἐκτήκωmelt outpres ind mp 2nd sgὑπό-ἐκτήκωmelt outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκτήκω — Μ καταστρέφω, φθείρω κάτι σιγά σιγά («τὸν σπλῆνα ὑπεκτήκει», Αλέξ. Τραλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκτήκω «λειώνω εντελώς, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek